πεσκίρι
(ουσ. ουδ.)
π͑εσ̑κίρι
[pʰe'ʃciri]
Τσουχούρ., Φάρασ.
πεσ̑κίρ'
[pe'ʃcir]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
πεσχίρι
[peˈsçiri]
Μαλακ.
πισκίρι
[pisˈciri]
Αφσάρ., Φκόσ.
πισκίρ'
[pisˈcir]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. πεσκίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. peşkir = πετσέτα, όπου και διαλεκτ. τύπ. pişkir. Η λ. Πόντ.
1. Πετσέτα
ό.π.τ.
:
Σου γάμους σιαίρουμ' ή χέκουμ' σ' γαμπρόϊού τ' ράχ΄ πεσ̑κίρ'
(στον γάμο ρίχνουμε ή βάζουμε στην πλάτη του γαμπρού πετσέτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να ντέκ το πεσ̑κίρ
(θα πρέπει να παρουσιάσει την πετσέτα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Σα τσόλια τ’ απάνω τολάταναν δύο πεσ̑κίρια
(Στα ρούχα του απάνω τύλιγαν δύο πετσέτες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ζαπαχτάν θέλκιν να σηκουθεί η νύφη μο το πεσ̑κίρι σ' έν το σ̑έρι, σ' άου το μέγα το ποτούτσ̑ι μο το νερό
(Παλιά έπρεπε να σηκωθεί η νύφη με την πετσέτα στο ένα το χέρι, και στο άλλο το μεγάλο το κανάτι με το νερό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τ’ Αϊ Γιώργη το μέρα πήρεν το üμπρίχ σα χέρια τ’ και ’ς σον ώμον τ’ το πεσχίρι να κονώσει ’ς σ’ αφεντικό τ’ νερό να νιφτεί
(Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου πήρε το μπρίκι στα χέρια του στον ώμο την πετσέτα να χύσει νερό στο αφεντικό του να πλυθεί)
Μαλακ.
-Νίγδελ.Λ.
2. Γυναικεία ποδιά
Σινασσ.
:
Τα πισκίρια αδαρά τα λέν μπροστέλες
(Τις ποδιές τώρα τις λένε μπροστέλες)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
μπροστέλα