πεστανίσκω
(ρ.)
'πεστανίσκω
[pestaˈnisko]
Σινασσ.
Παθ. Αόρ.
'πεστάθα
[peˈstaθa]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. αποσταίνω και το επίθμ. -ίσκω. Το αποσταίνω από το αρχ. ρ. ἀφίστημι = αποτραβιέμαι, παύω με βάση το συνοπτ. θ. ἀποστ-.
Απαυδώ, κουράζομαι
Συνών.
γιορουλντίζω, κουράζω :1