περτσάδα
(ουσ. θηλ.)
περτσάδα
[perˈtsaða]
Φάρασ.
Από το επίθ. περισσός, όπου και τύπ. περτσός, και το παραγωγ. επίθμ. -άδα. Βλ. Αναστασιάδης (2003: 61).
Αποφάγια, φαγητό που περισσεύει στο πιάτο
Συνών.
λειψάδα