περπάτημα
(ουσ. ουδ.)
παρπάτημα
[parˈpatima]
Τσουχούρ., Φάρασ.
παρπάτεμα
[parˈpatema]
Φάρασ.
πορπάτημα
[porˈpatima]
Ποτάμ., Φλογ.
πουρπάτσημα
[purˈpatsima]
Γούρδ.
πορπάτσ̑ημα
[porˈpatʃima]
Αραβαν.
πουρπάιμα
[purˈpaima]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. περπάτημα (< θ. αορ. περπατη- του ρ. περπατῶ και παραγωγ. επίθμ. -μα). Οι τύπ. πουρπάτσημα και πορπάτσ̑ημα με τροπή [t] > [ts] πριν από [i].
1. Περπάτημα, τρόπος βαδίσματος, περπατησιά
ό.π.τ.
:
Eίχιν gιαϊτιού ντου πουρπάημα
(Είχε το βάδισμα του ελαφιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου πουρπάιμα τ’ μοιάοιξειν αν πισίκας
(Το περπάτημα της έμοιαζε σαν της γάτας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρκαν άν μιτσίκκου κορτσόκκου, σαμού άντσα πασλατίνgιν τό παρπάτημα
(Έπαιρναν ένα μικρό κοριτσάκι, όταν μόλις άρχιζε το περπάτημα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Περπάτημα, οδοιπορία
ό.π.τ.
:
Λιέγωσα 'σ' το πολύν το παρπάτεμα
(Κουράστηκα από το πολύ περπάτημα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σ΄ασκιαριά Τρίτης ντου βράυ έιξαμ' πουρπάημα
(Στον στρατό κάθε Τρίτη βράδυ είχαμε πεζοπορία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Ροή
Ποτάμ.
:
Του νερού το πορπάτημα
(H ροή του νερού)
Ποτάμ.