ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περπάτημα (ουσ. ουδ.) παρπάτημα [parˈpatima] Τσουχούρ., Φάρασ. παρπάτεμα [parˈpatema] Φάρασ. πορπάτημα [porˈpatima] Ποτάμ., Φλογ. πουρπάτσημα [purˈpatsima] Γούρδ. πορπάτσ̑ημα [porˈpatʃima] Αραβαν. πουρπάιμα [purˈpaima] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. περπάτημα (< θ. αορ. περπατη- του ρ. περπατῶ και παραγωγ. επίθμ. -μα). Οι τύπ. πουρπάτσημα και πορπάτσ̑ημα με τροπή [t] > [ts] πριν από [i].
1. Περπάτημα, τρόπος βαδίσματος, περπατησιά ό.π.τ. : Eίχιν gιαϊτιού ντου πουρπάημα (Είχε το βάδισμα του ελαφιού) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου πουρπάιμα τ’ μοιάοιξειν αν πισίκας (Το περπάτημα της έμοιαζε σαν της γάτας) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρκαν άν μιτσίκκου κορτσόκκου, σαμού άντσα πασλατίνgιν τό παρπάτημα (Έπαιρναν ένα μικρό κοριτσάκι, όταν μόλις άρχιζε το περπάτημα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Περπάτημα, οδοιπορία ό.π.τ. : Λιέγωσα 'σ' το πολύν το παρπάτεμα (Κουράστηκα από το πολύ περπάτημα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Σ΄ασκιαριά Τρίτης ντου βράυ έιξαμ' πουρπάημα (Στον στρατό κάθε Τρίτη βράδυ είχαμε πεζοπορία) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Ροή Ποτάμ. : Του νερού το πορπάτημα (H ροή του νερού) Ποτάμ.