περιστεριά
(ουσ. θηλ.)
πεστεριά
[pesteˈrʝa]
Σινασσ.
Από το ουσ. περιστέρι, όπου και τύπ. πεστέρ’, και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Κουτσουλιά περιστεριού
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025