ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περισσός (επίθ.) περ'σσό [per'so] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φερτάκ. πέρ'σσο [ˈperso] Σινασσ. περτσόν [per'tson] Φάρασ. Πληθ. περ'σσά [per'sa] Αξ., Μαλακ., Φερτάκ. περτσά [perˈtsa] Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. περισσός. Οι τύπ. πέρσ- ήδη μεσν. με αποβολή του [i]. Ο τύπ. περτσόν με τροπή [s] > [ts] μετά από υγρό [r].
1. Περισσευόμενος, περισσός Μισθ., Τροχ., Φάρασ. : Δώτσ̑εν του γαϊριδού τα περτσά τις χρόνες σο νομάτη (Έδωσε τα περισσευόμενα χρόνια του γαΪδουριού στον άνθρωπο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μπασ̑ά, ογώ τσ̑όγουμι περ'σσό (Θείε, εγώ είμαι περιττή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Περ'σσό μι κειόσουμ' εγώ και δώκες με σε ξένο το σπίτ'; (Μήπως ήμουν παραπανίσια, και γι' αυτό με έδωσες νύφη σε ξένο σπίτι;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
2. Αυτός που υπάρχει σε αφθονία ό.π.τ. : Τσ̑' ένα περ'σσό πήγιν ντου παιί σου qονάχ' (Και για μία παραπάνω φορά το αγόρι πήγε στο παλάτι) Μισθ. -Dawk. || Παροιμ. Το περ'σσό το βούκα ντέ σε τυρπά (Η περίσσια μπουκιά δεν σε τρυπά˙ όσα περισσότερα πετύχεις, τόσο το καλύτερο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το περτσόν το μbούτσ̑ι την τζ̑οιλία σου τρυπά; (Η περίσσια μπουκιά τρυπά την κοιλιά σου;˙ όσα περισσότερα πετύχεις, δεν είναι κακό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Ως επίρρ., περισσότερο, πιο, για δήλωση συγκρίσεως Αξ., Φάρασ. : 'γώ είμαι σε εσένα τζ̑αφ περτσό κλέφτης (Eγώ είμαι περισσότερο, καλύτερος κλέφτης από σένα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να έφαγες λίγο περ'σσό, 'ντερέ μη πεινασ̑εις 'τον (Αν έτρωγες λίγο περισσότερο, τώρα δεν θα πεινούσες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. πιο