περισσός
(επίθ.)
περ'σσό
[per'so]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φερτάκ.
πέρ'σσο
[ˈperso]
Σινασσ.
περτσόν
[per'tson]
Φάρασ.
Πληθ.
περ'σσά
[per'sa]
Αξ., Μαλακ., Φερτάκ.
περτσά
[perˈtsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. περισσός. Οι τύπ. πέρσ- ήδη μεσν. με αποβολή του [i]. Ο τύπ. περτσόν με τροπή [s] > [ts] μετά από υγρό [r].
1. Περισσευόμενος, περισσός
Μισθ., Τροχ., Φάρασ.
:
Δώτσ̑εν του γαϊριδού τα περτσά τις χρόνες σο νομάτη
(Έδωσε τα περισσευόμενα χρόνια του γαΪδουριού στον άνθρωπο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μπασ̑ά, ογώ τσ̑όγουμι περ'σσό
(Θείε, εγώ είμαι περιττή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Περ'σσό μι κειόσουμ' εγώ και δώκες με σε ξένο το σπίτ';
(Μήπως ήμουν παραπανίσια, και γι' αυτό με έδωσες νύφη σε ξένο σπίτι;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Αυτός που υπάρχει σε αφθονία
ό.π.τ.
:
Τσ̑' ένα περ'σσό πήγιν ντου παιί σου qονάχ'
(Και για μία παραπάνω φορά το αγόρι πήγε στο παλάτι)
Μισθ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το περ'σσό το βούκα ντέ σε τυρπά
(Η περίσσια μπουκιά δεν σε τρυπά˙ όσα περισσότερα πετύχεις, τόσο το καλύτερο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το περτσόν το μbούτσ̑ι την τζ̑οιλία σου τρυπά;
(Η περίσσια μπουκιά τρυπά την κοιλιά σου;˙ όσα περισσότερα πετύχεις, δεν είναι κακό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Ως επίρρ., περισσότερο, πιο, για δήλωση συγκρίσεως
Αξ., Φάρασ.
:
'γώ είμαι σε εσένα τζ̑αφ περτσό κλέφτης
(Eγώ είμαι περισσότερο, καλύτερος κλέφτης από σένα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Να έφαγες λίγο περ'σσό, 'ντερέ μη πεινασ̑εις 'τον
(Αν έτρωγες λίγο περισσότερο, τώρα δεν θα πεινούσες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
πιο