ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περδίκι (ουσ.) περδίκι [perˈðici] Ανακ. περντίκι [perˈdici] Φάρασ. μπερdίκ' [berˈdik] Σινασσ., Τελμ. περντίτσ̑ι [perˈditʃi] Φάρασ. περdίdζ̑ι [perˈdidʒi] Φάρασ. περτίκ' [perˈtik] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. περδίκιον, υποκορ. του πέρδιξ.
1. Πέρδικα ό.π.τ. : Ας φέρ' λαγούδια και μπερντίκια και σ̑υ ψ̑ήσε τα και φατέστε τα (Ας φέρει λαγούς και πέρδικες και συ ψήσ' τα και φάτε τα) Τελμ. -Dawk. Συραίνκε περdίτσ̑ια. Ερχούdουνε σο σπίτι με τα περdίτσ̑ια. Ψένκε τα περντίτσ̑ια (Χτυπούσε πέρδικες. Πήγαινε στο σπίτι με τις πέρδικες (που σκότωσε στο κυνήγι). Έψηνε τις πέρδικες) Φάρασ. -Dawk. Σαν το πλουμισμένο το περτίκ' στεκούτονε και γιόμωνε τα λαγήνια τ' (Σαν την πλουμιστή πέρδικα στεκόταν και γέμιζε τις κανάτες της) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Σκεύος με πλατύ στόμιο και γυριστά χείλη, για το σερβίρισμα του κρασιού Ανακ.