περδίκι
(ουσ.)
περδίκι
[perˈðici]
Ανακ.
περντίκι
[perˈdici]
Φάρασ.
μπερdίκ'
[berˈdik]
Σινασσ., Τελμ.
περντίτσ̑ι
[perˈditʃi]
Φάρασ.
περdίdζ̑ι
[perˈdidʒi]
Φάρασ.
περτίκ'
[perˈtik]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. περδίκιον, υποκορ. του πέρδιξ.
1. Πέρδικα
ό.π.τ.
:
Ας φέρ' λαγούδια και μπερντίκια και σ̑υ ψ̑ήσε τα και φατέστε τα
(Ας φέρει λαγούς και πέρδικες και συ ψήσ' τα και φάτε τα)
Τελμ.
-Dawk.
Συραίνκε περdίτσ̑ια. Ερχούdουνε σο σπίτι με τα περdίτσ̑ια. Ψένκε τα περντίτσ̑ια
(Χτυπούσε πέρδικες. Πήγαινε στο σπίτι με τις πέρδικες (που σκότωσε στο κυνήγι). Έψηνε τις πέρδικες)
Φάρασ.
-Dawk.
Σαν το πλουμισμένο το περτίκ' στεκούτονε και γιόμωνε τα λαγήνια τ'
(Σαν την πλουμιστή πέρδικα στεκόταν και γέμιζε τις κανάτες της)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Σκεύος με πλατύ στόμιο και γυριστά χείλη, για το σερβίρισμα του κρασιού
Ανακ.