ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πέντε (αριθμ.) πένdε [ˈpende] Καππ. πένdι [ˈpendi] Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ. πένdι [ˈpedi] Σίλ. πένdα [ˈpenda] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. πένd' [ˈpend] Μισθ., Φάρασ. πε [pe] Σινασσ. Από το αρχ. αριθμ. πέντε (στην σημ. 1). Ο τύπ. πένdα με αναλογ. προς άλλα αριθμ. όπως τρία, τέσσερα, εφτά, δέκα. Ο τύπ. πε μόνο σε παιδικά λαχνίσματα.
1. Δηλώνει ένα σύνολο από πέντε (5) μονάδες ό.π.τ. : Ντου σκυλί μποίκι πένdε κιτίκις (Η σκύλα μας έκανε πέντε σκυλάκια) Μισθ. -Κοτσαν. Να σε δώσω πένdε λίρες (Θα σου δώσω 5 λίρες) Φάρασ. -Dawk. Είχαμ' έξ', πέντε αϊλφάις (Είχαμε 6, 5 αδελφές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μποίκι πένdι ασκελήμαδα οπίσ’ (Κάνε πέντε βήματα πίσω) Μισθ. -Κοτσαν. Έκατσαμ' πένdι μέρες (Κάτσαμε (στον Πειραιά) 5 μέρες) Σίλ. -Κωστ.Σ. πένdα σ̑ίλα νομάτοι (5.000 άνθρωποι) Τσουχούρ. -Dawk. Σωροβιότουν πένd' έξι κλάτσα (Μαζευόντουσαν 5-6 παιδιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το τσ̑οτσ̑ούχου ήτουνι πέντα χρονώ (Το παιδάκι ήταν πέντε χρονών) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Σ̑άνω σε πένdε παραγιού (Σε κάνω πέντε παράδων˙ σε εξευτελίζω, σε κάνω σπουπίδι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Φτένω τα πένdε π͑αραδιού (Τον κάνω πέντε παράδων˙ το ίδιο) Αφσάρ. -Αναστασ. ένα πέντε (ένα πέντε˙ μιά πεντάδα) Φάρασ. -Ανδρ. Πένd' εκατό (πέντε εκατό˙ 500) Φάρασ. -Dawk. Πένdι 'κατό (πέντε εκατό˙ 500) Ουλαγ. -Κεσ. Αφήκα σε πένdε δρόμους μέσα (Άφήσα ανάμεσα σε πέντε δρόμους˙ Άφησα στους πέντε δρόμους) Καππ. -Αλεκτ. || Ασμ. Εσθένησεν Ακρίτσης μου χρόνον και πένdε μήνες (Αρρώστησ' ο Ακρίτας μου έναν χρόνο και πέντε μήνες) Φερτάκ. -Αλεκτ. Πένdα φιλά το μαύρο του και δέκα τση καλή του (Πέντε φορές φιλά το μάυρο του άλογο και δέκα φορές την καλή του) Φερτάκ. -Αλεκτ.
2. Δηλώνει την πέμπτη μέρα του μήνα Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : Μήνας τα πένdε 'ναι (Είναι 5 του μηνός) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σήμερι είνι Γιοναριού πένdι (Σήμερα είναι 5 του Γενάρη) Σίλ. -Κωστ.Σ.