πενήντα
(αριθμ.)
πενήνdα
[peˈninda]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φλογ.
πεήνdα
[peˈinda]
Μισθ., Σατ., Φάρασ.
πα
[pa]
Σινασσ.
Μεσν. αριθμτ. πενῆντα, από μεταγν. πεντῆντα (με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου [d]) < αρχ. πεντήκοντα. Ο τύπ. πα μόνο σε παιδικά παιχνίδια.
1. Δηλώνει ένα σύνολο από πενήντα (50) μονάδες
ό.π.τ.
:
Ντου πατέρα μ' σκότουσάν του, πεήντα χρονού ήταν
(Τον πατέρα μου τον σκότωαν, 50 ετών ήταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Να ήdουνε τσ̑αι ντ' άβου του το βράδιν ντου κομμένο, χα μποίdζ̑εν πεήντα λίρες
(Αν ήτανε κομμένη και η ουρά του, θα άξιζε 50 λίρες)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Μαλαγματένιος αργαλειός κι ελεφανdένιο χτένι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαι
σαράντα δυό πατέματα, πενήντα δυό καρούλια
Σινασσ. -Αρχέλ.
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαι
σαράντα δυό πατέματα, πενήντα δυό καρούλια
Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Πενηνταριά
Σίλ.
3. Η εορτή της Πεντηκοστής
Φάρασ.
:
Σήμερο 'νοίξαν οι θύρες να βγκούνε οι ψυσ̑ές να 'νεγκώσουνε 'σως τα πεήνdα
(Σήμερα άνοιξαν οι πύλες να βγούνε οι ψυχές, να τριγυρίσουν στη γη ως την Πεντηκοστή, λέγεται την Κυριακή του Πάσχα)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.