πεντζεχίρ
(ουσ. ουδ.)
π͑εντζεχίρ
[pʰendzeˈçir]
Ανακ., Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. panzehir (< περσ. pādzahr) = παντζέχρι. Η λ. υπό τον τύπ. παντζέχρι ήδη νεότ (βλ. Μηνάς 2014: 274). Βλ. Λεξ. Βυζ. Βλαστ. Πρω. Για την λ. και το αντικείμενο βλ. αναλυτικά Σταμνόπουλος (1917: 438-439).
Παντζέχρι, εντερόλιθος, σκληρό σφαιρίδιο σχηματισμένο από χωνεμένες τρίχες και ακαθαρσίες στο στομάχι μηρυκαστικών, στο οπ. αποδίδονται ιαματικές ιδιότητες
:
Και του φιδιού πεντζεχίρ καλό 'ναι, αμά πού να τό ηύρεις
(Και το παντζέχρι του φιδιού είναι καλό, αλλά πού να το βρεις)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887