ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πέρδικα (ουσ.) πέρδικα [ˈperðika] Μισθ. πέρντικα [ˈperdika] Σίλ. bέρdικα [ˈberdika] Σίλ. πέρτζικα [ˈperdzika] Σίλ. πέρτσικα [ˈpertsika] Σίλ. Από το μεσν. πέρδικα το οπ. από το αρχ. πέρδιξ, αιτ. πέρδικα.
Το πτηνό πέρδιξ η αλεκτορίς (perdix graeca) της οικογενείας των φασιανιδών, κοινώς πέρδικα ό.π.τ. : Ουτσ̑ά κάτι πέρντικα (Εκεί κάθεται η πέρδικα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Ιν τσ̑ην αϊτούν μπαίνου 'γωιν τσ̑ην μπέρdικα βγαίνου 'γω (Σαν τον αητό μπαίνω 'γώ, σαν την πέρδικα βγαίνω 'γώ
(δηλ. μπορώ να μπω και να βγω εύκολα))
Σίλ. -Κωστ.Σ.