πεντσίκισσα
(ουσ. θηλ.)
πεντσ̑ίκ'σσα
[penˈtʃiksa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bendek = δούλος, υπηρέτης και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα (THADS, λ. bendek III).
Υπηρέτρια
Συνών.
δούλος :2