ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περί (ουσ.) περού [peˈru] Αραβαν. πιριγιζί [piriʝii] Σίλ. μπιρίγζα [biˈriɣza] Τελμ. Πληθ. π͑ιρία [pʰiˈria] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. peri = α) νεράιδα β) όμορφη γυναίκα. Οι τύποι πιριγιζί και μπιρίγζα από την τουρκ. φρ. peri kızı = όμορφο κορίτσι, νεράιδα Πβ. κουλπέρισσα
Νεράιδα ό.π.τ. : Τούτου τ’ γουζί ήγτου τıλıσıμλού οπ’ τσ̑η ‘εναίκα πιριγıζí (Αυτό το πρόβατο ήταν μαγεμένο από τη γυναίκα νεράιδα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Σα ναίκα φαινότον, αμά μπυρίγζα ήτον (Σαν γυναίκα φαινόταν, αλλά ήταν βρυκόλακας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.