περί
(ουσ.)
περού
[peˈru]
Αραβαν.
πιριγιζί
[piriʝii]
Σίλ.
μπιρίγζα
[biˈriɣza]
Τελμ.
Πληθ.
π͑ιρία
[pʰiˈria]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. peri = α) νεράιδα β) όμορφη γυναίκα. Οι τύποι πιριγιζί και μπιρίγζα από την τουρκ. φρ. peri kızı = όμορφο κορίτσι, νεράιδα
Πβ.
κουλπέρισσα
Νεράιδα
ό.π.τ.
:
Τούτου τ’ γουζί ήγτου τıλıσıμλού οπ’ τσ̑η ‘εναίκα πιριγıζí
(Αυτό το πρόβατο ήταν μαγεμένο από τη γυναίκα νεράιδα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Σα ναίκα φαινότον, αμά μπυρίγζα ήτον
(Σαν γυναίκα φαινόταν, αλλά ήταν βρυκόλακας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.