περισανλίκι
(ουσ. ουδ.)
περισανλίκι
[perisanˈlici]
Τσουχούρ.
περισ̑αν-νι̂́χ
[periʃanˈnɯx]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ουσ. perişanlık = α) εξαθλίωση β) σύγχυση. Η λ. Πόντ.
1. Οικτρή κατάσταση, χάλια
Αραβαν.
:
Ετιά 'τουν τα έπ'καν με τα εζιέτσ̑α και ήφεράν με ερού σο περισ̑αννι̂́χ
(Αυτά είναι τα βάσανα που μου έκαναν και με έφεραν σ' αυτή την τραγική κατάσταση)
Αραβαν.
-Φωστ.
2. Βάσανα, δυσκολίες
Τσουχούρ.
:
Ήρταν σό Γιονάνι, μο το περισανλίκι του ταύρισαν ση στράτα σώστου νά νάρτουν
(Ήρθαν στην Ελλάδα, με τα βάσανα που τράβηξαν στο δρόμο ώσπου να έρθουν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.