πέρναμα
(ουσ. ουδ.)
πέρναμα
[ˈpernama]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το ρ. περνῶ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πέρασμα
ό.π.τ.
:
Ντου πέρναμα απ' του μπουτσ̑άχ' ζόρ' 'νι
(Το πέρασμα από το στενό είναι δύσκολο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απεκού ντο πέρναμα
(Από εκείνο το πέρασμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.