περπατώ
(ρ.)
παρπατώ
[parpaˈto]
Φάρασ.
παρπαdώ
[parpaˈdo]
Φάρασ.
πορπατώ
[porpaˈto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
πορπαdώ
[porpaˈdo]
Αξ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ.
πορπαdού
[porpaˈdu]
Ουλαγ.
π͑ορπατώ
[pʰorpaˈto]
Μισθ.
πουρπαdώ
[purpaˈdo]
Μισθ.
πουρπατσώ
[purpaˈtso]
Γούρδ.
πουρπαΐζου
[purpaˈizu]
Μισθ.
π͑ουρπαΐζου
[pʰurpaˈizu]
Μισθ.
Παρατατ.
παρπαdίνκα
[parpaˈdiŋka]
Φάρασ.
πορπάτεινα
[porˈpatina]
Ποτάμ.
πορ'πάdεινα
[porˈpadina]
Φερτάκ.
πορ'πάτσεινα
[porˈpatsina]
Σίλ.
πορπάτσ̑εινα
[porˈpatʃina]
Σίλ.
πουρ'πάτσεινα
[purˈpatsina]
Γούρδ.
πορπάτανα
[porˈpatana]
Αξ.
πουρπάdανα
[purˈpadana]
Μισθ.
πορ'πάdινισ̑κα
[porˈpadiniʃka]
Φερτάκ.
πορπατσ̑ινόνdζ̑ισκα
[porˈpadiniʃka]
Σίλ.
πουρπάιζα
[purpaiza]
Μισθ.
Αόρ.
επεριπάτησα
[eperiˈpatisa]
Γούρδ.
περπάτσησα
[perˈpatsisa]
Σίλ.
παρπάτ'σα
[parˈpatsa]
Αφσάρ., Φάρασ.
πορ'πάτσησα
[porˈpatsisa]
Σίλ.
πορπάτσ̑ησα
[porˈpatʃisa]
Σίλ.
πορπάτ'σα
[porˈpatsa]
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
πουρπάτ'σα
[purˈpatsa]
Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ.
πουρ'π͑άτ'σ̑α
[purˈpʰatʃa]
Μισθ.
Υποτ.
πορπατήσω
[porpaˈtiso]
Αξ.
πορπατσήσου
[porpaˈtsisu]
Σίλ.
πουρπατσήσω
[purpaˈtsiso]
Γούρδ.
πουρπαΐσου
[purpaisu]
Μισθ., Σίλ.
Εν. Προστ.
παρπάτει
[parˈpati]
Φάρασ.
παρπάdει
[parˈpadi]
Φάρασ.
πορπάτα
[porˈpata]
Αξ., Σίλατ., Φλογ.
πουρπάντα
[purˈpada]
Μισθ.
πουρπάτ'
[purˈpat]
Μισθ.
Πληθ.
παρπατείτι
[parpaˈtiti]
Αφσάρ.
πορπατείτ'
[porpaˈtit]
Αξ.
Μτχ.
παρπατημένου
[parpatiˈmenu]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. περπατῶ (στην σημ. 1) από το αρχ. περιπατῶ με συγκοπή του άτονου [i] ανάμεσα σε [r] και σύμφ. Η σημ. 2 είναι νεότ. Το μεσν. παρπατῶ πιθανότατα με υποχωρητ. αφομ. [e-a > a-a] και το επίσης μεσν. πορπατῶ με συνακόλουθη ανομ. [a-a > o-a]. Ο μιστιώτικος ενεστ. σχηματίστηκε με μεταπλ. σε -ίζου με βάση τον αόρ. σε -τσα (πβ. ανgλαΐζου-ανgλάτ'σα).
1. Βαδίζω, κάνω βήματα, κινούμαι, προχωρώ (για ανθρώπους)
ό.π.τ.
:
Μη αναβαις σο τ͑ουβάρ' τσ̑ι πορπατείς
(Μην ανεβαις στο ντουβάρι και περπατάς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ως πορπατά, θωρεί τα
(Εκεί που περπατά, τα βλέπει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πουρπαΐζου bαρτσ̑ά bαρτσ̑ά
(Βαδίζω πολύ γρήγορα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πουρ'πάϊζαμ' πολλά σάάτια ους να συφτάσουμ'
(Βαδίζαμε ώρες μέχρι να φτάσουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πορ'πάτσησαμ' νιούγου, γοβαλάισα τους εγώ
(Περπατήσαμε λίγο (μαζί τους), τους έδιωξα εγώ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πήγαμε τσ̑αρσού μέσα, είραμ', πορπάτσ̑ησαμ', ήβραμ' σκάλες πολλές
(Πήγαμε μέσα στην αγορά, είδαμε, περπατήσαμε, βρήκαμε πολλές σκάλες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'ς ερυό μέρες πορ'πάτ'σε
(Σε δύο μέρες άρχισε να μπορεί να βαδίζει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τα μικρά τα φσάγια δεν bορούν ακούμ' να πουρπατσήσουν
(Τα μωρά δεν μπορούν ακόμα να περπατήσουν)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Dα π'τιάρια μ' να ήταν καλά, ντεν είχα ανάγκη. Ντε bοώ να πουρπαΐσου
(Τα πόδια μου αν ήταν καλά, δεν είχα ανάγκη. Δεν μπορώ να περπατήσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Dάμα να πουρπαΐσουμ' τσ̑άχ σου τέλος
(Μαζί θα περπατήσουμε ως το τέλος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πουρ'πάτ' ντογρού οbρό να βρίξεις ντου τοκάν'
(Περπάτα ίσια μπροστά να βρεις το καφενείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πουρπάντα ντεξ̑ά 'ς στράdα
(Περπάτα στα δεξιά του δρόμου)
Μισθ.
-Φατ.
|| Φρ.
Πουρπαΐζου χερά χερά
(Περπατώ σιγά σιγά˙ Αργοπορώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παρπάτ’σεν τη στράτα του
(περπάτησε το δρόμο του˙ πήγε με τα πόδια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Η στράτα, 'φότεζ έν' στράτα, παρπατείς τσ̑αι πλερούται
(Η στράτα που 'ναι στράτα, περπατάς και τελειώνει˙ Λέγεται σε κάποιον που είναι ανυπόμονος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Απ'κάτω πορπατεί
(Από κάτω περπατά˙ Είναι «σιγανό ποταμάκι», ύπουλος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να ποικ αν μπεγάιδιν τζ̑' α γεθύρι, πε 'τι κι παρ'πάτσες σου Χριστού τη στράτα
(Αν κάνεις μιά βρύση κι ένα γεφύρι, πες πως περπάτησες του Χριστού τον δρόμο˙ Αν κάτι χρήσιμο για όλους όπως ένα γεφύρι ή ένα πηγάδι, θεώρησε ότι έκανες κάτι θεάρεστο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ως πορπατάς, να κονdζ̑υλάς, ως πις νιαρό, να 'νεί όιμα και όλκους
(Εκεί που περπατάς, να σκοντάφτεις, εκεί που πις νερό, να γται αίμα και πύο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Διέρχομαι (για ροές ρεμάτων, ποταμιών κλπ.)
Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ.
:
Το λερό πορπαdά
(Το νερό τρέχει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Tσ̑άι πορπάτσινι οπ' τα σπίτσ̑α ανάμ'σα
(Το ρυάκι κυλούσε μέσα από τα σπίτια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Τσ̑άπου παρπατεί το ποτάμι, απιτσ̑εί 'α πεις νερό
(Όπου περνά το ποτάμι, από 'κεί θα πιεις νερό˙ Μόνο στους φανερούς και δραστήριους ανθρώπους πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Και τα νερά που πορπατάνε, χλωρά και χλωριασμένα
τα νίβουνdαι οι άνιφτοι, πίνουν οι γανωμένοι (Και τα νερά που κυλούν, πράσινα και μπαγιάτικα,
πλένονται οι άπλυτοι, πίνουν οι διψασμένοι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
τα νίβουνdαι οι άνιφτοι, πίνουν οι γανωμένοι (Και τα νερά που κυλούν, πράσινα και μπαγιάτικα,
πλένονται οι άπλυτοι, πίνουν οι διψασμένοι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
3. Τρέχω με όχημα
Ανακ.
:
|| Φρ.
Προφήτη Λίας πορπατεί με τ’ αλόγατα του σον ουρανό
(Ο προφήτης Ηλίας τρέχει με τα άλογά του στον ουρανό˙ Το έλεγαν όταν άκουγαν βροντή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
4. Κινούμαι (για οχήματα)
Μισθ.
:
Ράνανα αυτοκίνητο, πώς και πώς πουρπαdάει αυτό το αυτοκίνητο
(Έβλεπα αυτοκίνητο: πώς και πώς κινείται αυτό το αυτοκίνητο)
Μισθ., Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το σαχάτι δέβην, το παπόρ' θέλ' να φυ, για τζ̑ο περπατεί
(Η ώρα πέρασε, το βαπόρι θέλει να φύγει, αλλά δεν προχωράει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.