ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περπατώ (ρ.) παρπατώ [parpaˈto] Φάρασ. παρπαdώ [parpaˈdo] Φάρασ. πορπατώ [porpaˈto] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. πορπαdώ [porpaˈdo] Αξ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ. πορπαdού [porpaˈdu] Ουλαγ. π͑ορπατώ [pʰorpaˈto] Μισθ. πουρπαdώ [purpaˈdo] Μισθ. πουρπατσώ [purpaˈtso] Γούρδ. πουρπαΐζου [purpaˈizu] Μισθ. π͑ουρπαΐζου [pʰurpaˈizu] Μισθ. Παρατατ. παρπαdίνκα [parpaˈdiŋka] Φάρασ. πορπάτεινα [porˈpatina] Ποτάμ. πορ'πάdεινα [porˈpadina] Φερτάκ. πορ'πάτσεινα [porˈpatsina] Σίλ. πορπάτσ̑εινα [porˈpatʃina] Σίλ. πουρ'πάτσεινα [purˈpatsina] Γούρδ. πορπάτανα [porˈpatana] Αξ. πουρπάdανα [purˈpadana] Μισθ. πορ'πάdινισ̑κα [porˈpadiniʃka] Φερτάκ. πορπατσ̑ινόνdζ̑ισκα [porˈpadiniʃka] Σίλ. πουρπάιζα [purpaiza] Μισθ. Αόρ. επεριπάτησα [eperiˈpatisa] Γούρδ. περπάτσησα [perˈpatsisa] Σίλ. παρπάτ'σα [parˈpatsa] Αφσάρ., Φάρασ. πορ'πάτσησα [porˈpatsisa] Σίλ. πορπάτσ̑ησα [porˈpatʃisa] Σίλ. πορπάτ'σα [porˈpatsa] Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. πουρπάτ'σα [purˈpatsa] Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ. πουρ'π͑άτ'σ̑α [purˈpʰatʃa] Μισθ. Υποτ. πορπατήσω [porpaˈtiso] Αξ. πορπατσήσου [porpaˈtsisu] Σίλ. πουρπατσήσω [purpaˈtsiso] Γούρδ. πουρπαΐσου [purpaisu] Μισθ., Σίλ. Εν. Προστ. παρπάτει [parˈpati] Φάρασ. παρπάdει [parˈpadi] Φάρασ. πορπάτα [porˈpata] Αξ., Σίλατ., Φλογ. πουρπάντα [purˈpada] Μισθ. πουρπάτ' [purˈpat] Μισθ. Πληθ. παρπατείτι [parpaˈtiti] Αφσάρ. πορπατείτ' [porpaˈtit] Αξ. Μτχ. παρπατημένου [parpatiˈmenu] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. περπατῶ (στην σημ. 1) από το αρχ. περιπατῶ με συγκοπή του άτονου [i] ανάμεσα σε [r] και σύμφ. Η σημ. 2 είναι νεότ. Το μεσν. παρπατῶ πιθανότατα με υποχωρητ. αφομ. [e-a > a-a] και το επίσης μεσν. πορπατῶ με συνακόλουθη ανομ. [a-a > o-a]. Ο μιστιώτικος ενεστ. σχηματίστηκε με μεταπλ. σε -ίζου με βάση τον αόρ. σε -τσα (πβ. ανgλαΐζου-ανgλάτ'σα).
1. Βαδίζω, κάνω βήματα, κινούμαι, προχωρώ (για ανθρώπους) ό.π.τ. : Μη αναβαις σο τ͑ουβάρ' τσ̑ι πορπατείς (Μην ανεβαις στο ντουβάρι και περπατάς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ως πορπατά, θωρεί τα (Εκεί που περπατά, τα βλέπει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πουρπαΐζου bαρτσ̑ά bαρτσ̑ά (Βαδίζω πολύ γρήγορα) Μισθ. -Κοτσαν. Πουρ'πάϊζαμ' πολλά σάάτια ους να συφτάσουμ' (Βαδίζαμε ώρες μέχρι να φτάσουμε) Μισθ. -Κοτσαν. Πορ'πάτσησαμ' νιούγου, γοβαλάισα τους εγώ (Περπατήσαμε λίγο (μαζί τους), τους έδιωξα εγώ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήγαμε τσ̑αρσού μέσα, είραμ', πορπάτσ̑ησαμ', ήβραμ' σκάλες πολλές (Πήγαμε μέσα στην αγορά, είδαμε, περπατήσαμε, βρήκαμε πολλές σκάλες) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'ς ερυό μέρες πορ'πάτ'σε (Σε δύο μέρες άρχισε να μπορεί να βαδίζει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα μικρά τα φσάγια δεν bορούν ακούμ' να πουρπατσήσουν (Τα μωρά δεν μπορούν ακόμα να περπατήσουν) Γούρδ. -Καράμπ. Dα π'τιάρια μ' να ήταν καλά, ντεν είχα ανάγκη. Ντε bοώ να πουρπαΐσου (Τα πόδια μου αν ήταν καλά, δεν είχα ανάγκη. Δεν μπορώ να περπατήσω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Dάμα να πουρπαΐσουμ' τσ̑άχ σου τέλος (Μαζί θα περπατήσουμε ως το τέλος) Μισθ. -Κοτσαν. Πουρ'πάτ' ντογρού οbρό να βρίξεις ντου τοκάν' (Περπάτα ίσια μπροστά να βρεις το καφενείο) Μισθ. -Κοτσαν. Πουρπάντα ντεξ̑ά 'ς στράdα (Περπάτα στα δεξιά του δρόμου) Μισθ. -Φατ. || Φρ. Πουρπαΐζου χερά χερά (Περπατώ σιγά σιγά˙ Αργοπορώ) Μισθ. -Κοτσαν. Παρπάτ’σεν τη στράτα του (περπάτησε το δρόμο του˙ πήγε με τα πόδια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Η στράτα, 'φότεζ έν' στράτα, παρπατείς τσ̑αι πλερούται (Η στράτα που 'ναι στράτα, περπατάς και τελειώνει˙ Λέγεται σε κάποιον που είναι ανυπόμονος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Απ'κάτω πορπατεί (Από κάτω περπατά˙ Είναι «σιγανό ποταμάκι», ύπουλος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να ποικ αν μπεγάιδιν τζ̑' α γεθύρι, πε 'τι κι παρ'πάτσες σου Χριστού τη στράτα (Αν κάνεις μιά βρύση κι ένα γεφύρι, πες πως περπάτησες του Χριστού τον δρόμο˙ Αν κάτι χρήσιμο για όλους όπως ένα γεφύρι ή ένα πηγάδι, θεώρησε ότι έκανες κάτι θεάρεστο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ως πορπατάς, να κονdζ̑υλάς, ως πις νιαρό, να 'νεί όιμα και όλκους (Εκεί που περπατάς, να σκοντάφτεις, εκεί που πις νερό, να γται αίμα και πύο) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Διέρχομαι (για ροές ρεμάτων, ποταμιών κλπ.) Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ. : Το λερό πορπαdά (Το νερό τρέχει) Ουλαγ. -Κεσ. Tσ̑άι πορπάτσινι οπ' τα σπίτσ̑α ανάμ'σα (Το ρυάκι κυλούσε μέσα από τα σπίτια) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Τσ̑άπου παρπατεί το ποτάμι, απιτσ̑εί 'α πεις νερό (Όπου περνά το ποτάμι, από 'κεί θα πιεις νερό˙ Μόνο στους φανερούς και δραστήριους ανθρώπους πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Και τα νερά που πορπατάνε, χλωρά και χλωριασμένα
τα νίβουνdαι οι άνιφτοι, πίνουν οι γανωμένοι
(Και τα νερά που κυλούν, πράσινα και μπαγιάτικα,
πλένονται οι άπλυτοι, πίνουν οι διψασμένοι)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
3. Τρέχω με όχημα Ανακ. : || Φρ. Προφήτη Λίας πορπατεί με τ’ αλόγατα του σον ουρανό (Ο προφήτης Ηλίας τρέχει με τα άλογά του στον ουρανό˙ Το έλεγαν όταν άκουγαν βροντή) Ανακ. -Κωστ.Α.
4. Κινούμαι (για οχήματα) Μισθ. : Ράνανα αυτοκίνητο, πώς και πώς πουρπαdάει αυτό το αυτοκίνητο (Έβλεπα αυτοκίνητο: πώς και πώς κινείται αυτό το αυτοκίνητο) Μισθ., Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το σαχάτι δέβην, το παπόρ' θέλ' να φυ, για τζ̑ο περπατεί (Η ώρα πέρασε, το βαπόρι θέλει να φύγει, αλλά δεν προχωράει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.