ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περνώ (ρ.) περνώ [perˈno] Ανακ., Γούρδ., Μισθ. περάνω [peˈrano] Μαλακ., Φλογ. περνάνω [perˈnano] Αραβαν., Ουλαγ. περάνου [peˈranu] Μαλακ., Μισθ. Παρατατ. πέρνανα [ˈpernana] Μισθ., Ποτάμ., Τελμ. περνάνκα [perˈnanka] Φάρασ. περνάσ̑κα [perˈnaʃka] Αξ. Αόρ. πέρασα [ˈperasa] Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. πέρνασα [ˈpernasa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ. Υποτ. περάσω [peˈraso] Αραβαν. Από το μεσν. ρ. περνῶ, το οπ. από το αρχ. περῶ με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -νω. Οι τύπ. περάνω και περνάνω με μεταπλ. με βάση τα θ. περα- και περνα- (< περνάω) με μεταπλ. αναλογ. προς τα ρ. σε -νω (βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α', 291 κ.εξ. και Κατσούδα 2007: 97-98). Οι τύπ. αόρ. με μόρφημα όψης -κ- (περνάνκε κλπ) απαντούν μόνο στα Φάρασα.
1. Με τοπ. έννοια, περνώ, διέρχομαι μπροστά ή μέσα από κάτι Γούρδ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ. : Tο ποτάμι περνάνκε από τις μύλις (το ποτάμι περνούσε από τους μύλους) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
2. Με χρον. έννοια, περνώ, παρέρχομαι ό.π.τ. : Μαύρα μέρες πέρνανε το ζαβαλ-λι̂́ (μαύρες μέρες περνούσε το καημένο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ούτσ̑α πέρνανε ταρός τουν γκαι ζομbόλειναν λίγο τα μεράχια τουν (έτσι περνούσε ο καιρός τους και ξεχνούσαν λίγο τα μεράκια τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πέρνασαμ' πολλά χρόνια κι ένα ημέρα το καμήλ' ντεν ήρτε σο σπίσ̑' τουν (πέρασαν πολλά χρόνια και μία ημέρα η καμήλα δεν γύρισε στο σπίτι τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φσ̑αγιού ντο κάφτημα ντε πέρνασε (του παιδιού ο πυρετός δεν πέρασε) Ουλαγ. -Κεσ. Πέρναναμ' απ' σκόλεια ομbρό (περνούσαμε μπροστά από το σχολείο) Μισθ. -Κοτσαν. Περνάσ̑καν γκαλά (περνούσαν καλά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Ντα χρόνια τ' πέρνασαν (τα χρόνια του πέρασαν˙ γέρασε) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. Το πέρνασε ζομbόλα το (οτιδήποτε πέρασε ξέχασέ το˙ περασμένα ξεχασμένα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Για αρρώστιες, περνώ, θεραπεύομαι Αραβ. : Κάνισκαμ’ ζεστά και μ’ αυτά περάνισκε (Κάναμε ζεστά και μ' αυτά περνούσε ) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165
3. Υπερτερώ, ξεπερνώ Μαλακ., Σινασσ. : Έμαθα και βελονιάζω και περνώ τον μάστορή μου (έμαθα να βελονιάζω και υπερτερώ του μάστορά μου) Σινασσ. -Αρχέλ.
4. Μτβ., κάνω κάτι να κινηθεί ή να τεθεί μέσα ή γύρω από κάτι ό.π.τ. : Κοπανίζεις το γυαλί και περνάς το ασ' σο ντουλμπάνι (κοπανίζεις το γυαλί και το περνάς μέσα από το ντουλμπάνι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σο κεφάλι τα περνάνκαμε με βελόνα σε κλωστή (στο κεφάλι τα περνούσαμε με βελόνα σε κλωστή) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σ’ ένα άρρωστο, σ’ ένα έγκυο πέρνανἀν το σο λαιμό του (Σ' έναν άρρωστο, σε μιά έγκυο, το πέρναγαν στο λαιμό του, ενν. το φυλαχτό) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327