σαβουστουρντίζω
(ρ.)
σαβουσ̑τουρντίζω
[savuʃturˈdizo]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. savuşturmak = α) αποτρέπω, απομακρύνω β) διαφεύγω.
1. Απομακρύνω, διώχνω
2. Ξεπροβοδίζω
Συνών.
αποβγάλλω, γιολαντίζω, σαβντιρντίζω :2
3. Ξεπερνώ