σαβουστουρντίζω
(ρ.)
σαβουσ̑τουρντίζω
[savuʃturˈdizo]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. savuşturmak = α) αποτρέπω, απομακρύνω β) διαφεύγω.
2. Ξεπροβοδίζω
Συνών.
αποβγάλλω, γιολαντίζω :2, σαβντιρντίζω
3. Ξεπερνώ
Συνών.
περνώ
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025