αποβγάλλω
(ρ.)
αποβγάλλω
[apoˈvɣalo]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. ἀποβγάλλω, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. ρ. άπεκβάλλω.
Ξεπροβοδίζω
:
Πήγαμ’, απεβγάλαμ’ τον τάδε
(Πήγαμε και ξεπροβοδίσαμε τον τάδε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γιολαντίζω, σαβντιρντίζω :2, σαβουστουρντίζω :2