αποδιαβάζω
(ρ.)
'πιδεβάζω
[piðeˈvazo]
Φάρασ.
Αόρ.
'πιδέβασα
[piˈðevasa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ἀποδιαβάζω. Η λ. και Πόντ.
Ρίχνω κάτω
:
Τσ̑ίπ του 'πίταξε γνένdα τ'ς τα φσ̑άχε δώτσ̑εν τα, 'πιδέβασεν τα
(Όλα τα παλληκάρια που έστειλε εναντίον της (ενν. στην κονταρομαχία) τα χτύπησε, τα έρριξε κάτω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
ντυσυρντώ