άπιστος
(επίθ.)
άπιστος
[ˈapistos]
Φάρασ.
άπιστο
[ˈapisto]
Ποτάμ.
ανήπιστο
[aˈnipisto]
Τροχ.
Αρχ. επίθ. ἄπιστος. O τύπ. ανήπιστο αναλογ. από επίθ. που αρχίζουν από α-. Πβ. άψητος - ανήπιστο.
Άπιστος
ό.π.τ.
:
Εκείνο που δεν πιστεύ’ εν άπιστο
(Αυτός που δεν πιστεύει είναι άπιστος)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φέρ' το χέρ σου, τζαι θέκ' τα σο πλευρό μου, μά είσαι άπιστος, αλλά πίστεψε
(Φέρε το χέρι σου και βάλε το στο πλευρό μου, μην είσαι άπιστος αλλά πίστεψε)
Φάρασ.
-Lag.
|| Φρ.
Ανήπιστο τώκες με και μυρωμένο τό ’φερα
(Άπιστο μου το έδωσες και μυρωμένο σου το έφερα πίσω˙ λόγια της νονάς όταν παραδίδει το βαφτισμένο βρέφος στους γονείς του)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
γκιαούρης, χιντσίρης