ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιαούρης (ουσ. αρσ.) γκιαούρης [ɟaˈuris] Αξ., Μισθ. γκιαβούρης [ɟaˈvuris] Σίλ. γκιαβούρ [ɟaˈvur] Αξ., Σίλ. κεβούρ [ceˈvur] Φάρασ. κιαούρ [caˈur] Αφσάρ., Τσουχούρ. γκεβούρης [ɟeˈvuris] Φκόσ. Θηλ. γκιαούρισσα [ɟaˈurisa] Σίλ. κιεβούρ’τ͑σα [ceˈvurtʰsa] Φάρασ. κιαούρ’τ͑σα [caˈurtʰsa] Αφσάρ., Τσουχούρ. Πληθ. γκιαούρηροι [ɟaˈuriri] Σίλ. γκεβούροι [ɟeˈvuri] Σατ. γκιαβούρια [ɟaˈvurʝa] Τελμ. Μεσν. ουσ. καβούρ και νεότ. ουσ. γκιαούρης (ήδη μεσν. καβούρ) το οπ. από το τουρκ. ουσ. gavur = άπιστος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kavur.
Άπιστος, ως υβριστ. χαρακτηρισμός των Ελλήνων από τους Τούρκους ό.π.τ. : Τους γκιαούρηροι σε τουζ αφήσ'τι (Τους άπιστους θα τους αφήσετε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γκιαούρης μας κούμbουσι (Ο γκιαούρης μας ξεγέλασε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Στα δώματα βγαίνισκαν, «Γκιαβούρια!» φώναζαν (Έβγαιναν στις ταράτσες, φώναζαν «Γκιαούρηδες!») Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τους γκιαβούρηροι ρε σε τους ελεήσεις χετς, σε σου πάρου (Τους άπιστους αν δεν τους ενοχλήσεις καθόλου, θα σε πάρω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κανείς τζι α πορέσει να μες πει «Κεβούρ σήκω, κεβούρ κάτσε» (Κανείς πια δεν θα μπορέσει να μας πει "γκιαούρη σήκω, γκιαούρη κάτσε») Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. άπιστος, χιντσίρης