γκεφσεντώ
(ρ.)
γκεφσ̑ενdώ
[gefʃenˈdo]
Ανακ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. gevşemek = α) χαλαρώνω β) νερουλιάζω γ) παραλύω.
Χαλαρώνω
:
|| Φρ.
Τα νταμάρια τουν γκεφσ̑ένdαναν
(Τα νεύρα τους χαλάρωναν˙ Λεγόταν σε περιπτώσεις συχνοουρίας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
χαμνίζω :1