γκεφσεντώ
(ρ.)
γκεφσ̑ενdώ
[gefʃenˈdo]
Ανακ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. gevşemek = α) χαλαρώνω β) νερουλιάζω γ) παραλύω.
Τροποποιήθηκε: 09/07/2025