ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμνίζω (ρ.) χαμνίζω [xamˈnizo] Σινασσ. χαμνίζου [xamˈnizu] Σινασσ. χαμνώ [xamˈno] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Παρατατ. χάμνιζα [ˈxamniza] Μισθ. χαμνένκα [xaˈmnenka] Αφσάρ. Αόρ. χάμνησα [ˈxamnisa] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Προστ. Εν. χάμνα [ˈxamna] Μαλακ., Σεμέντρ. χάμνισι [ˈxamnisi] Μισθ. Πληθ. χαμνισέτ' [xamniˈset] Μισθ. Από το μεσν. ρ. χαμνίζω- ἀχαμνίζω, το οπ. από το μεσν. επίθ. ἀχαμνός, όπου και τύπ. χαμνός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. αχαμνός
1. Χαλαρώνω, ξεσφίγγω, χαλαρώνω ό.π.τ. : Χαμνώ ντου ζουνάρ' (Ξεσφίγγω τη ζώνη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χάμνωσ' ντού ζωνάρ' μην πατλαΐσεις (Ξέσφιξε τη ζώνη μη σκάσεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. γκεφσεντώ
2. Αμολάω Σεμέντρ. : Εκειού χάμνα τα, εγώ πιάνω τα (Εκεί αμόλησέ τα, εγώ τα πιάνω) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283
3. Αμτβ., για χώμα, αφρατεύω, φουσκώνω Αξ. : Πότε χάμνισεν το χώμα, το κόμμα λάσε, σπείρε το (Μια και αφράτεψε το χώμα, όργωσε το χωράφι και σπείρε το) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πβ. αχαμνός
4. Αμτβ., ξεπαγώνω Μισθ.