χαμνίζω
(ρ.)
χαμνίζω
[xamˈnizo]
Σινασσ.
χαμνίζου
[xamˈnizu]
Σινασσ.
χαμνώ
[xamˈno]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Παρατατ.
χάμνιζα
[ˈxamniza]
Μισθ.
χαμνένκα
[xaˈmnenka]
Αφσάρ.
Αόρ.
χάμνησα
[ˈxamnisa]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Προστ. Εν.
χάμνα
[ˈxamna]
Μαλακ., Σεμέντρ.
χάμνισι
[ˈxamnisi]
Μισθ.
Πληθ.
χαμνισέτ'
[xamniˈset]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. χαμνίζω- ἀχαμνίζω, το οπ. από το μεσν. επίθ. ἀχαμνός, όπου και τύπ. χαμνός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πβ.
αχαμνός
1. Χαλαρώνω, ξεσφίγγω, χαλαρώνω
ό.π.τ.
:
Χαμνώ ντου ζουνάρ'
(Ξεσφίγγω τη ζώνη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χάμνωσ' ντού ζωνάρ' μην πατλαΐσεις
(Ξέσφιξε τη ζώνη μη σκάσεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πβ.
γκεφσεντώ
2. Αμολάω
Σεμέντρ.
:
Εκειού χάμνα τα, εγώ πιάνω τα
(Εκεί αμόλησέ τα, εγώ τα πιάνω)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
3. Αμτβ., για χώμα, αφρατεύω, φουσκώνω
Αξ.
:
Πότε χάμνισεν το χώμα, το κόμμα λάσε, σπείρε το
(Μια και αφράτεψε το χώμα, όργωσε το χωράφι και σπείρε το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
αχαμνός
4. Αμτβ., ξεπαγώνω
Μισθ.