χαμός
(ουσ. αρσ.)
χαμός
[xaˈmos]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. χαμός = αφανισμός, καταστροφή.
1. Θάνατος
Φάρασ.
2. Χάση του φεγγαριού
Φάρασ.
:
Άμα ήτουνε χαμός δεν αρχινάνκαμε τίποτα
(Όταν ήταν χάση του φεγγαριού, δεν αρχίζαμε τίποτα)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Φρ.
'εννήθης σο χαμό;
(Γεννήθηκες όταν είχε χάση του φεγγαριού; ˙ Ρητορική ερώτηση σε άνθρωπο που θεωρείται αναποτελεσματικός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.