ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμπάρι (ουσ. ουδ.) χαbάρι [xaˈbari] Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ. χαbάρ' [xaˈbar] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. χαπάρι [xaˈpari] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. χαπάρ' [xaˈpar] Ανακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. χαbέρ' [xaˈber] Τελμ. Πληθ. χαπέρια [xaˈperʝa] Τελμ. Από το νεότ. ουσ. χαμπάρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. haber = είδηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. habar και hapar.
1. Είδηση, νέο, πληροφορία ό.π.τ. : Γιολαdά σο βασ̑ιλιό ένα χαbάρ' (Στέλνει στον βασιλιά μιά είδηση) Φλογ. -Dawk. Tου βαβάν ντου τσ̑η μάναν ντου, χιτς̑ χαbάρι ρε ρών-νει (Του πατέρα του (και) της μάνας του δεν δίνει καμιά είδηση) Σίλ. -Dawk. Το κορίσ̑’ είπε σο βαβά τ’ καμηλιού το χαbάρ' (Το κορίτσι είπε στον πατέρα της την είδηση του καμηλιού· από παραμ.) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αι- Τουμαϊού τα κελέρια ήτανε άμα έρτουν τ’ Αβάνια να δεκ’ χαπάρ’ σε τούτα που είναι κρυμμένα (Τα υπόγεια καταφύγια του Άη Θωμά ήταν άμα έρθουν οι ληστές να ειδοποιήσει αυτούς που είναι κρυμμένοι) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κρύα χαπάρια (Κρύες ειδήσεις˙ Δυσάρεστες ειδήσεις) Τελμ. -Αινατζ. Μαύρα τα χαbάρια (Μαύρες οι ειδήσεις˙ Δυσάρεστα τα νέα. Πβ. <em>kara haber</em> = δυσάρεστα νέα.) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίρισ̑κιν χαπάρ' (Πήραν είδηση˙ Έμαθαν, κατάλαβαν. Πβ. τουρκ. <em>haber almak</em> =πληροφορούμαι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντίνω χαbάρ (Δίνω είδηση˙ Ειδοποιώ. Πβ. τουρκ. φρ. <em>haber vermek</em> = προειδοποιώ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κάνισκα χαμπάρ' (Έκανα χαμπάρι˙ Έφερα ειδοποίηση, ειδοποιώ) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Νά ’ρτει το μαύρο σου το χαπάρι (Να έρθει η μαύρη σου η είδηση˙ Ως κατάρα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. χαβατίσι
β. Ειδοποιητήριο σημάδι για κάτι Ανακ. : Ξύπ’σεν το χώμα, δώκε μας χαπάρ’, σ̑ηκωθείται να σκάψουμ' (Ξύπνησε το χώμα, μας έδωσε σημάδι, σηκωθείτε να σκάψουμε ) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Γνώση Ανακ., Μισθ., Σινασσ. : Καλά μάνα, λέω, σοβαρολογείς 'νταρά, τι είν' ντου λες, έσ̑εις χαμπάρι, λέου (Καλά μάνα, λέω, σοβαρολογείς τώρα, τι είναι αυτα που λες, έχεις συναίσθηση, λέω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Εγώ χαπάρια δεν έχω, εμένα δεν με λεν τίποτα (Εγώ δεν έχω ιδέα, εμένα δε μου λένε τίποτα) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Χαbάρ' ντεν έχου (Ιδέα δεν έχω˙ δεν έχω γνώση για το θέμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έχω χαπἀρ' (Έχω γνώση˙ γνωρίζω κάτι) Ανακ. -Κωστ.Α. Έχω χαbἀρ' (Έχω γνώση˙ το ίδιο) Αξ., Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Νά! το σταυρό μου αν έχω χαπάρ'! (Ορίστε, κάνω το σταυρό μου αν έχω είδηση˙ Ορκίζομαι ότι δεν έχω ιδέα γι' αυτό το θέμα) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Ασ' μπαιντιού χαbάρ' ντε έχ’νε, ας κοριτσ̑ού κουβαλούν σ̑τικανίκια (Από του αγοριού είδηση δεν έχουν, από του κοριτσιού κουβαλούν πιατάκια˙ Λέγεται για τους συγγενείς που θεωρούν τα συνοικέσια των κοριτσιών τελειωμένη υπόθεση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγκλαβή :1
3. Ειδικότ., έγγραφη εντολή Φάρασ. : Πιτάζει χαbάρι να σκοτώσουνε (Στέλνει έγγραφη εντολή να τον σκοτώσουν) Φάρασ. -Dawk. || Ασμ. τον Μάην αμπέλι έφτευεν τον Μάην εκλάδευεν,
τον Μάην χαπέρια τού ’ρθαν στον πόλεμο να πάγει
(τον Μάιο φύτευε αμπέλι, τον Μάιο κλάδευε,
τον Μάιο διαταγές του ήρθανε στον πόλεμο να πάει)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. κιτάπι, φερμάνι