ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάνι (ουσ. ουδ.) χάνι ['xani] Αφσάρ., Κίσκ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. χάν' [xan] Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ. Εν. Γεν. χανιού [haˈɲu] Ουλαγ. χάνε ['xane] Φάρασ. χανι̂́ [haˈnɯ] Αραβαν. Από το νεότ. ουσ. χάνι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. han = α) πανδοχείο β) μεγάλο εμπορικό κατάστημα.
1. Χάνι, πανδοχείο ό.π.τ. : Ως ντελανινοντίσκαμι 'ρώ κι κει μπήκαμι σ' ένα βεράνι χάνι κι 'πόμναμ' 'τσεί (Καθώς περιπλανιόμασταν εδώ κι εκεί μπήκαμε σε ένα ερειπωμένο χάνι και μείναμε εκεί) Σίλ. -Αρχέλ. Εἰδεν ένα χαλασμένο χἀν', ήβρεν ένα τυρπί που ήτο τειχογυρισμένο, μούλωσεν εκεί μεσα, σωρεύτην στην γωνιά (Είδε ένα χαλασμένο χάνι, βρήκε μιά τρύπα που τριγυριζόταν από τοίχο, χώθηκε εκεί μέσα, μαζεύτηκε στην γωνία) Σινασσ. -Αρχέλ. Nα χτίσω χάνε ντζ̑αι qονάχι (Θα χτίσω χάνι και παλάτι) Φάρασ. -Dawk. Σ΄ Ανdαβαλ χανι̂́ κοντά ήρταν ντα ράστι (Κοντά στο χάνι του Ανταβάλ τους συνάντησε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τσ̑ειότουν σ' ένα χάν' ντου κερβάν' (Ήταν σ' ένα χάνι το καραβάνι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πήανε σ' ένα χάν', κοιμήθανε (Πήγανε σ' ένα πανδοχείο, κοιμήθηκαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τσοιμήαμ' σου χάν' (Κοιμηθήκαμε στο χάνι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Η πλατεία της αγοράς Μαλακ.