ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμπάρσουλαϊ (ουσ.,επίθ.) χαbάρσουλαϊ [xa'barsulai] Μισθ. χαbάρσıλαϊ [xa'barsɯlai] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. habersiz και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι.
1. Ως ουσ., αιφνιδιασμός
2. Ως επίθ., αιφνίδιος, αναπάντεχος -η, -ο Πβ. χαμπαρσίζια
3. Ως επίρρ., ξαφνικά : Χαbάρσουλαϊ ήρτι μας ντου κακό (Ξαφνικά μας ήρθε το κακό, η συμφορά) Μισθ. -Κοτσαν.