χαμπάρσουλαϊ
(ουσ.,επίθ.)
χαbάρσουλαϊ
[xa'barsulai]
Μισθ.
χαbάρσıλαϊ
[xa'barsɯlai]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. habersiz και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι.
1. Ως ουσ., αιφνιδιασμός
2. Ως επίθ., αιφνίδιος, αναπάντεχος -η, -ο
Πβ.
χαμπαρσίζια
3. Ως επίρρ., ξαφνικά
:
Χαbάρσουλαϊ ήρτι μας ντου κακό
(Ξαφνικά μας ήρθε το κακό, η συμφορά)
Μισθ.
-Κοτσαν.