χαμνοπύρα
(ουσ. θηλ.)
χαμνοπύρα
[xamnoˈpira]
Μαλακ.
Από το επίθ. αχαμνός, όπου και τύπ. ’χαμνά, και το ουσ. πυρά.
Αδύναμη φωτιά