χαμηλός
(επίθ.)
χαμελό
[xameˈlo]
Αξ.
χαμbελό
[xambeˈlo]
Σινασσ.
χαμη'ό
[xamiˈo]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Αρχ. επίθ. χαμηλός = που σέρνεται στην γη. Η σημ. ‘χαμηλός’ μεταγν.
Χαμηλός
ό.π.τ.
:
Είχανι αν χαμη'ό σπιτόκκου χτισμένου μο τα καρπέτσα
(Eίχανε ένα ισόγειο σπιτάκι χτισμένο μόνο με πλίνθους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Χαμη'ό σπίτι
(Χαμηλό σπίτι˙ Ισόγειο, μονόπατο σπίτι)
Τσουχούρ., Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Αντίθ
ψηλός