ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμηλός (επίθ.) χαμελό [xameˈlo] Αξ. χαμbελό [xambeˈlo] Σινασσ. χαμη'ό [xamiˈo] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Αρχ. επίθ. χαμηλός = που σέρνεται στην γη. Η σημ. ‘χαμηλός’ μεταγν.
Χαμηλός ό.π.τ. : Είχανι αν χαμη'ό σπιτόκκου χτισμένου μο τα καρπέτσα (Eίχανε ένα ισόγειο σπιτάκι χτισμένο μόνο με πλίνθους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Χαμη'ό σπίτι (Χαμηλό σπίτι˙ Ισόγειο, μονόπατο σπίτι) Τσουχούρ., Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Αντίθ ψηλός