χαλκί
(ουσ. ουδ.)
χαλτσ̑ί
[xalˈtʃi]
Μισθ., Φάρασ.
χαλτζ̑ί
[xalˈdʒi]
Φάρασ.
χαρτσ̑ί
[xarˈtʃi]
Μισθ.
χελκί
[çelˈci]
Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ.
χ̇ελκέ
[xelˈce]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το αρχ. ουσ. χαλκίον > μεσν. χαλκίν. Οι τύπ. χελκέ, χελκί αντιδάν. από το τουρκ. διαλεκτ. helke = κουβάς. Βλ. σχετικά Tietze (1955: 244).
2. Χάλκινος κουβάς
Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ.
:
Παίνιξα μι χ̇ελκέ μέγα, ντεν μπορ'σα να φορτώσου, μικρό ήdουμι, ερόδουμι λίου κόνουνα λερό
(Πήγαινε με έναν μεγάλο κουβά, δεν μπορούσα να το σηκώσω, ήμουνα μικρό, όπως ερχόμουνα λίγο έχυνα νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ασιρμάς, κουβάς :1
3. Ως επίθ., μπρούντζινος
Φάρασ.
:
'α χαλτζ̑i χαριένι
(Ένα μπρούντζινο καζάνι)
Φάρασ.
-Dawk.