χαλεπώνω
(ρ.)
χαλεπώνω
[xaleˈpono]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. halebi = μονάδα μέτρησης του υφάσματος, 50-70 εκατοστά, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω (Tietze 2016: λ. halebi Ι). Λιγότερο πιθ. η σύνδεση με το επίθ. χαλεπός. Το ρ. με διάφορες σημ. σε πολλά ιδιώμ., βλ. σχετικά Τζιτζιλής (1977). H λ. πιθ. μεσν., βλ. Kambylis (1980: 271-272).
Διπλώνω, πτυχώνω