χαλάτσης
(ουσ. αρσ.)
χαλάτσ̑ης
[xaˈlatʃis]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. χαλάτσης (και σε πολλά λεξ. του 19ου αι.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. hallaç = εργάτης που ξαίνει το βαμβάκι.
Παπλωματάς
Συνών.
γιοργαντζής