γιοργαντζής
(ουσ. αρσ.)
γιοργαντσής
[ʝorɣanˈtsis]
Φάρασ.
γιοργανdζής
[ʝorɣanˈdzis]
Μισθ., Σινασσ.
Πληθ.
γιοργανdζία
[ʝorɣanˈdzia]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. yorgancı.
Παπλωματάς
:
Nτa γιοργανdζία φόρουναν νταχτυλίις
(Oι παπλωματάδες φόραγαν δαχτυλήθρες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
χαλάτσης :1