γιορντώ
(ρ.)
γιορντώ
[ʝorˈdo]
Σίλατ.
γιορντούζω
[ʝorˈduzo]
Αξ.
γιορντι-έζω
[ʝordiˈezo]
Φάρασ.
Αόρ.
γιορντι-έσα
[ʝordiˈesa]
Φάρασ.
Προστ.
γιόρντα
[ˈʝorda]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. yormak = ερμηνεύω, ξεδιαλύνω όνειρο.
Για όνειρα, ερμηνεύω, ξεδιαλύνω
ό.π.τ.
:
Γιορντούζω όρουμα
(Εξηγώ όνειρο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ήρτες νά 'βρεις νομάτοι να γιορντι-έσουνε ντου βασιλό τον ύπνο
(Ήρθες να βρεις ανθρώπους να ερμηνεύσουν το όνειρο του βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Γιόρντα τ’ όρομά μ’!
(Ερμήνευσε το όνειρό μου!)
Ανακ.
-Κωστ.Α.