ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιορντώ (ρ.) γιορντώ [ʝorˈdo] Σίλατ. γιορντούζω [ʝorˈduzo] Αξ. γιορντι-έζω [ʝordiˈezo] Φάρασ. Αόρ. γιορντι-έσα [ʝordiˈesa] Φάρασ. Προστ. γιόρντα [ˈʝorda] Ανακ. Από το τουρκ. ρ. yormak = ερμηνεύω, ξεδιαλύνω όνειρο.
Για όνειρα, ερμηνεύω, ξεδιαλύνω ό.π.τ. : Γιορντούζω όρουμα (Εξηγώ όνειρο) Αξ. -Μαυροχ. Ήρτες νά 'βρεις νομάτοι να γιορντι-έσουνε ντου βασιλό τον ύπνο (Ήρθες να βρεις ανθρώπους να ερμηνεύσουν το όνειρο του βασιλιά) Φάρασ. -Dawk. Γιόρντα τ’ όρομά μ’! (Ερμήνευσε το όνειρό μου!) Ανακ. -Κωστ.Α.