γιούβα
(ουσ. θηλ.)
γιούβα
[ˈʝuva]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. yuva = α) φωλιά β) σπίτι, σπιτικό γ) υποδοχή πρίζας ή βαλβίδας.
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025