γιούβα
(ουσ. θηλ.)
γιούβα
[ˈʝuva]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. yuva = α) φωλιά β) σπίτι, σπιτικό γ) υποδοχή πρίζας ή βαλβίδας.
Φωλιά
:
Σε χαλάσου τση γιούβα τζης τσης σκλάντζης
(Θα χαλάσω την φωλιά της αράχνης)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γιατάκι :2, φώλι :2, φωλιά :1