ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουκλετίζω (ρ.) γιουκλεdώ [ʝukleˈdo] Σίλ. Αόρ. γιουκλάτ’σα [ʝuˈklatsa] Ουλαγ. Από τον αόρ. yükletti του τουρκ. ρ. yükletmek = φορτώνω.
Φορτώνω ό.π.τ. : Έφερεν ντα qατούρια, γιουκλάτ'σεν ντα (Έφερε τα γαϊδούρια, τα φόρτωσε) Ουλαγ. -Dawk. Σε γιουκλετσήσου χαϊβάνι (Θα φορτώσω το άλογο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Οπ’ παζάρι γιουκλεdώ κι έρχουμου (Έρχομαι φορτωμένη από το παζάρι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. φορτώνω