ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουσούκ (ουσ. ουδ.) γιουσούκ [ʝuˈsuk] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. yüzük = δαχτυλίδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yüsük.
Δαχτυλίδι, μόνο στην λ. χατέμγιουσούκ = σφραγιδόλιθος < τουρκ. φρ. hatem yüsük. : Ντο χατέμγιουσούκ όν ντο ντέκεις εμέ, να σε βγάλω (Αν μου δώσεις το δαχτυλίδι, θα σε βγάλω έξω) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. δαχτυλίδι :1, δαχτυλήθρα