γιουσούκ
(ουσ. ουδ.)
γιουσούκ
[ʝuˈsuk]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. yüzük = δαχτυλίδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yüsük.
Δαχτυλίδι, μόνο στην λ. χατέμγιουσούκ = σφραγιδόλιθος < τουρκ. φρ. hatem yüsük.
:
Ντο χατέμγιουσούκ όν ντο ντέκεις εμέ, να σε βγάλω
(Αν μου δώσεις το δαχτυλίδι, θα σε βγάλω έξω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
δαχτυλίδι :1, δαχτυλήθρα