γιρικλίκι
(ουσ.)
γι̂ρι̂κλι̂́χ'
[ɣɯrɯˈklɯx]
Αξ.
γ̇ερıχλιέχι
[ɣeriˈxʎeçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. kırıklık = αδιαθεσία, ατονία. Η σημ. από το ουσ. γιρίχος.
Μοιχεία
ό.π.τ.