γιρασπαρλούχ
(ουσ.)
γερασπαρλούχ
[ʝerasparˈlux]
Μισθ.
γιρασ̑παρλούχ
[ʝiraʃparˈlux]
Μισθ.
ιρεσπερλι̂́
[iresperˈlɯ]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. rençperlik = αγροτική ασχολία.
Ενασχόληση με τη γεωργία
ό.π.τ.
:
Τι όργο σ̑άνω; Ιρεσπερλι̂́, λίγα σ̑εφταλούϊα
(Τι δουλειά κάνω; Ασχολούμαι με αγροτικές εργασίες, (καλλιεργώ) λίγα ροδάκινα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
τσιφτσιλίκι