γιρασπαρλούχ
(ουσ.)
γερασπαρλούχ
[ʝerasparˈlux]
Μισθ.
γιρασ̑παρλούχ
[ʝiraʃparˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. rençperlik = αγροτική ασχολία.
Γεωργία.
Συνών.
τσιφτσιλίκι