ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιρασπαρλούχ (ουσ.) γερασπαρλούχ [ʝerasparˈlux] Μισθ. γιρασ̑παρλούχ [ʝiraʃparˈlux] Μισθ. ιρεσπερλι̂́ [iresperˈlɯ] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. rençperlik = αγροτική ασχολία.
Ενασχόληση με τη γεωργία ό.π.τ. : Τι όργο σ̑άνω; Ιρεσπερλι̂́, λίγα σ̑εφταλούϊα (Τι δουλειά κάνω; Ασχολούμαι με αγροτικές εργασίες, (καλλιεργώ) λίγα ροδάκινα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. τσιφτσιλίκι