γιραζιλοσύνη
(ουσ. ουδ.)
γιραζιλουψύμ'
[ʝiraziluˈpsim]
Μισθ.
Aπό το επίθ. ρεζίλι, όπου και τύπ. γιραζίλ, και το παραγωγ. επίθμ. -οσύνη.
Ρεζίλεμα, γελοιοποίηση
Συνών.
μασκαραλίκι