ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασκαραλίκι (ουσ. ουδ.) μασχαραλίκι [masxaraˈlici] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. maskaralık = α) γελοιότητα, γελοιοποίηση β) ατίμωση, εξευτελισμός.
Εξευτελισμός, ρεζίλεμα : Τι με λες τζα Φώτεινη; Ετό το μασχαραλίκι νίσκεται; (Τι μου λες θειά Φωτεινή; Γίνονται τέτοια ντροπής πράματα;) Σινασσ. -Λεύκωμα