μασκαραλίκι
(ουσ. ουδ.)
μασχαραλίκι
[masxaraˈlici]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. maskaralık = α) γελοιότητα, γελοιοποίηση β) ατίμωση, εξευτελισμός.
Εξευτελισμός, ρεζίλεμα
:
Τι με λες τζα Φώτεινη; Ετό το μασχαραλίκι νίσκεται;
(Τι μου λες θειά Φωτεινή; Γίνονται τέτοια ντροπής πράματα;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα