ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαστίχα (ουσ. θηλ.) μαστίχα [maˈstixa] Σινασσ. μαστίκα [maˈstika] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τσουχούρ. μασ̑τίκα [maˈʃtika] Φλογ. μαστσ̑ίκα [masˈtʃika] Αραβαν. μάστικα [ˈmastika] Μισθ., Ουλαγ. μάσ̑τικα [ˈmaʃtika] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ. μάσ̑τιgα [ˈmaʃtiga] Φλογ. μάσ'κα [ˈmaska] Αραβ., Σινασσ. μάσ̑κα [ˈmaʃka] Αξ., Σίλατ., Σίλ. Aπό το το οπ. από το μεταγν. ουσ. μαστίχη. Οι τύπ. σε -κα από το τουρκ. ουσ. mastika το οπ. δάν. από την ελλ.
Διάφορα ελαστικά υλικά που μασιούνται και συγκεκριμένα:
β. Μαστίχα, τσίχλα : Γκαβντώ νια μάσ̑'κα (Μασώ μιά μαστίχα ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Με κοιμηεί ντεΐ, ντο στόμα τ' έχ̑' μάστικα γκαι τσιν-νεdά (Για να μην κοιμηθεί, στο στόμα της έχει μαστίχα και μασά ) Ουλαγ. -Κεσ. Κοπάνισ' το κριάς ίσαμ' να γενεί μαστίχα (Κοπάνισε το κρέας μέχρι να γίνει (μαλακό σαν) μαστίχα ) Σινασσ. -Τακαδόπ. Μη μασκείς μαστίχα ’η νύκτα, μασκείς παππού σ’ τα καμίκια (Μη μασάς μαστίχα τη νύχτα, μασάς τα κόκκαλα του παππού σου ) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Γίνιξαν ένα χουτί γέλλ'μα να πάρ'νι δυό μάστιτσ̑ις, να πάρ'νι ένα σοκολάτα (Έδιναν ένα κουτί στάρι για να πάρουνε δυο μαστίχες, να πάρουνε μιά σοκολάτα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έχουμ' πάπουλα μάστικις, να μη μας πάρ' χαμπάρ', που πγίνουμ' τζίαρα (΄Εχουμε στην τσέπη τσίχλες, να μη μας καταλάβει ότι κάνουμε τσιγάρα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Χαρέ ’ς χώρας το στόμα α μαστίκα υρεύ’ να δώσ’; (Τώρα στου κόσμου το στόμα θέλεις να δώσεις μαστίχα; ˙ Θέλεις να γίνεις αντικείμενο κουτσομπολιού;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
γ. Το κόμμι του φυτού τραγάκανθα : Σιγριού μάσκα (Μαστίχα από κόμμι τραγάκανθας ) Αραβ. -Νίγδελ.Αραβ.
δ. Ο πηχτός χυμός του οπίου