μαστίχα
(ουσ. θηλ.)
μαστίχα
[maˈstixa]
Σινασσ.
μαστίκα
[maˈstika]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τσουχούρ.
μασ̑τίκα
[maˈʃtika]
Φλογ.
μαστσ̑ίκα
[masˈtʃika]
Αραβαν.
μάστικα
[ˈmastika]
Μισθ., Ουλαγ.
μάσ̑τικα
[ˈmaʃtika]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ.
μάσ̑τιgα
[ˈmaʃtiga]
Φλογ.
μάσ'κα
[ˈmaska]
Αραβ., Σινασσ.
μάσ̑κα
[ˈmaʃka]
Αξ., Σίλατ., Σίλ.
Aπό το το οπ. από το μεταγν. ουσ. μαστίχη. Οι τύπ. σε -κα από το τουρκ. ουσ. mastika το οπ. δάν. από την ελλ.
Διάφορα ελαστικά υλικά που μασιούνται και συγκεκριμένα:
β.
Μαστίχα, τσίχλα
:
Γκαβντώ νια μάσ̑'κα
(Μασώ μιά μαστίχα
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Με κοιμηεί ντεΐ, ντο στόμα τ' έχ̑' μάστικα γκαι τσιν-νεdά
(Για να μην κοιμηθεί, στο στόμα της έχει μαστίχα και μασά
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κοπάνισ' το κριάς ίσαμ' να γενεί μαστίχα
(Κοπάνισε το κρέας μέχρι να γίνει (μαλακό σαν) μαστίχα
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Μη μασκείς μαστίχα ’η νύκτα, μασκείς παππού σ’ τα καμίκια
(Μη μασάς μαστίχα τη νύχτα, μασάς τα κόκκαλα του παππού σου
)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Γίνιξαν ένα χουτί γέλλ'μα να πάρ'νι δυό μάστιτσ̑ις, να πάρ'νι ένα σοκολάτα
(Έδιναν ένα κουτί στάρι για να πάρουνε δυο μαστίχες, να πάρουνε μιά σοκολάτα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έχουμ' πάπουλα μάστικις, να μη μας πάρ' χαμπάρ', που πγίνουμ' τζίαρα
(΄Εχουμε στην τσέπη τσίχλες, να μη μας καταλάβει ότι κάνουμε τσιγάρα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Χαρέ ’ς χώρας το στόμα α μαστίκα υρεύ’ να δώσ’;
(Τώρα στου κόσμου το στόμα θέλεις να δώσεις μαστίχα;
˙
Θέλεις να γίνεις αντικείμενο κουτσομπολιού;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
γ.
Το κόμμι του φυτού τραγάκανθα
:
Σιγριού μάσκα
(Μαστίχα από κόμμι τραγάκανθας
)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.
δ.
Ο πηχτός χυμός του οπίου