ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ματζάνα (ουσ. θηλ.) ματζάνα [maˈdzana] Σινασσ. ματσάνα [maˈtsana] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ματζιζάνα (Λεξ. Δουκ., λ. μαζιζάνιον), όπου και ήδη μεσν. τύπ. ματζάνα (LBG), με απλολογική αποβ. συλλαβής· απώτερα από το αραβ. < περσ. bādinğan.
Μελιτζάνα : Πού είναι τα ματζάνες και τα χιγιάρια που ήτονε να φέρεις; (Πού είναι οι μελιτζάνες και τα αγγούρια που ήτανε να φέρεις;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τουρσ̑ά: χ̇ιγιαριού, πιπεριού, ματσάνας, κλέπαρα, λάχαν', ντομάτας (Τουρσιά (για το χειμώνα): αγγουριού, πιπεριάς, μελιτζάνας, λιόπρινα, λάχανου, ντομάτας) Σινασσ. -Ρίζ. Συνών. μπαλντιρτζάν