ματζάνα
(ουσ. θηλ.)
ματζάνα
[maˈdzana]
Σινασσ.
ματσάνα
[maˈtsana]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ματζιζάνα (Λεξ. Δουκ., λ. μαζιζάνιον), όπου και ήδη μεσν. τύπ. ματζάνα (LBG), με απλολογική αποβ. συλλαβής· απώτερα από το αραβ. < περσ. bādinğan.
Μελιτζάνα
:
Πού είναι τα ματζάνες και τα χιγιάρια που ήτονε να φέρεις;
(Πού είναι οι μελιτζάνες και τα αγγούρια που ήτανε να φέρεις;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τουρσ̑ά: χ̇ιγιαριού, πιπεριού, ματσάνας, κλέπαρα, λάχαν', ντομάτας
(Τουρσιά (για το χειμώνα): αγγουριού, πιπεριάς, μελιτζάνας, λιόπρινα, λάχανου, ντομάτας)
Σινασσ.
-Ρίζ.
Συνών.
μπαλντιρτζάν