μαυράδι
(ουσ. ουδ.)
μαυράδ'
[maˈvrað]
Φλογ.
μαυράγ̑'
[maˈvraʝ]
Αξ., Μισθ.
μακράδι
[maˈkraði]
Σίλατ.
Μεσν. ουσ. μαυράδι = καμμένο μέρος. O τύπ. μακράδι από παραφθορά.
1. Είδος μαύρου θάμνου για προσάναμμα ή τροφή προβάτων
ό.π.τ.
2. Ίριδα του ματιού
Φλογ.
:
Ματιού μ' το μαυράδ'
(Το μαύρο του ματιού μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Μαύρη μπογιά ματιών
Σίλατ.
:
|| Ασμ.
Έπαρ' σ̑ινιά στα χέρια σου, κορούλα μου,
μακράδια στα δαχτύλια σου, νυφούλα μου (Πάρε χέννα στα χέρια σου, κορούλα μου
μαύρη μπογιά στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου
(γαμήλιο άσμ.)) Σίλατ. -Pernot.Gall.
μακράδια στα δαχτύλια σου, νυφούλα μου (Πάρε χέννα στα χέρια σου, κορούλα μου
μαύρη μπογιά στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου
(γαμήλιο άσμ.)) Σίλατ. -Pernot.Gall.