ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαυράδι (ουσ. ουδ.) μαυράδ' [maˈvrað] Φλογ. μαυράγ̑' [maˈvraʝ] Αξ., Μισθ. μακράδι [maˈkraði] Σίλατ. Μεσν. ουσ. μαυράδι = καμμένο μέρος. O τύπ. μακράδι από παραφθορά.
1. Είδος μαύρου θάμνου για προσάναμμα ή τροφή προβάτων ό.π.τ.
2. Ίριδα του ματιού Φλογ. : Ματιού μ' το μαυράδ' (Το μαύρο του ματιού μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
3. Μαύρη μπογιά ματιών Σίλατ. : || Ασμ. Έπαρ' σ̑ινιά στα χέρια σου, κορούλα μου,
μακράδια στα δαχτύλια σου, νυφούλα μου
(Πάρε χέννα στα χέρια σου, κορούλα μου
μαύρη μπογιά στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου
(γαμήλιο άσμ.))
Σίλατ. -Pernot.Gall.