μάτσα
(ουσ. θηλ.)
μάτσα
[ˈmatsa]
Σινασσ., Φερτάκ.
Από το νεότ. ουσ. μάτσο/μάτζο = δέσμη όμοιων πραγμάτων, το οπ. από το ιταλ./βεν. mazzo.
1. Χούφτα, μικρή ποσότητα
Συνών.
δράκα, παντσάς :1, χούφτα :2