ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάτσα (ουσ. θηλ.) μάτσα [ˈmatsa] Σινασσ., Φερτάκ. Από το νεότ. ουσ. μάτσο/μάτζο = δέσμη όμοιων πραγμάτων, το οπ. από το ιταλ./βεν. mazzo.
1. Χούφτα, μικρή ποσότητα Συνών. δράκα, παντσάς :1, χούφτα
2. Παιχνιόχαρτο Φερτάκ. Συνών. χαρτίο
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025