ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρτίο (ουσ.) χαρτίο [xarˈtio] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. χαρτιό [xarˈtço] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ. χαρτί [xarˈti] Μισθ., Φάρασ., Φλογ. χαρτσ̑ί [xarˈtʃi] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ. Πληθ. χαρτιά [xarˈtça] Αξ., Μισθ. χαρτγιά [xarˈtʝ a] Ουλαγ. χαρτσ̑ά [xarˈtʃa] Σίλ. Από το μεταγν. ουσ. χαρτίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χάρτης = ρολό από πάπυρο (ως μέσο γραφής).
1. Χαρτί ό.π.τ. : Πίεσα τον 'αγό· κάνσα την τζ̑οιλίαν ντου. Έβγκη α χαρτίο. Έψαλα ντα (Έπιασα τον λαγό· άνοιξα την κοιλιά του. Βγήκε ένα χαρτί. Το διάβασα) Φάρασ. -Dawk. 'ς τα γόνατά τ' απάνω γράφισκε ’ς ένα άσπρο και παχύ χαρτσί (Απάνω στα γόνατά του έγραφε σ’ ένα άσπρο και παχύ χαρτί) Γούρδ. -Καράμπ. Το ντώκεζ με το χαρτί ντεν ήσωσεν (Το χαρτί που μου έδωσες δεν έφτασε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήνοιξε τα χαρτσ̑ά τ' και τα κιτάπια τ' (Άνοιξε τα χαρτιά του και τα βιβλία του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Οπ' τσ̑ην πλάκα ξέβ'κι χαρτσ̑ί (Απ' το γράψιμο στην πλάκα προχώρησε (ο μαθητής) στο γράψιμο στο χαρτί) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Του μνημονεμάτου το χαρτίο (Της μνημονεύσεως το χαρτί˙ το ψυχοχάρτι) Φάρασ. -Ανδρ. Μορμοριού/ονοματιού ντου χαρτί (Του μνήματος/ονόματος το χαρτί˙ Το ψυχοχάρτι, το φύλλο χαρτί με τα ονόματα των νεκρών που ο παπάς μνημόνευε στα μνήματα το Ψυχοσάββατο ή κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. φυλλάδα
2. Επιστολή Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Αρέ ύστερα να παγάσεις το χαρτίο τον τζ̑ελέτη (Ύστερα γρήγορα θα πας την επιστολή στον δήμιο) Φάρασ. -Dawk. Έψαλα το χαρτίο (Διάβασα το γράμμα ) Φάρασ. -Ανδρ. Σαράφος άνοιξεν το χαρτί, τράν'σεν ντο (Ο αργυραμοιβός άνοιξε το χαρτί το κοίταξε) Φλογ. -Dawk. Γράψε μας 'να χαρτί (Γράψε μας ένα γράμμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γέbου σου ένα χαρτσί (Σου στέλνω ένα γράμμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έγραψεν ντο ένα χαρτσ̑ί και είπε ούλ-λα τσ̑ίγαλ' έν-ναν (Του έγραψε ένα γράμμα και είπε όλα όπως έγιναν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έναι πολύς ταρός χαρτσί σ’ ντεν πήραμ’ και παρακαλούμ’ το Τεό να σ’ έχ’ λιαρό (Είναι πολύς καιρός που δεν πήραμε γράμμα σου και παρακαλούμε τον Θεό να σ' έχει γερό) Αραβαν. -Φωστ. Κάσε ντομάντα όπ’ παιρί μου παίρου χαρτσί (Kάθε βδομάδα παίρνω γράμμα από το παιδί μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τα γιολ-λάτ'σες τα χαρτιά πήρα τα (Τα γράμματα που έστειλες τα έλαβα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. γράμμα, μεκτούπι
β. Έγγραφο Μισθ., Τσουχούρ. : Νταρά γκιοζλαϊζου δου χαρτί να φύου στου ασκιαρλούχ (Τώρα περιμένω το χαρτί να φύγω για την στρατιωτική μου θητεία ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τσ̑αλίκης ντώκι χαρτί (Ο Τσαλίκης έδωσε ένα έγγραφο ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'ύρεψάν μις οι τσ̑ενdερμέδοι τα χαρτία μας, να γρέψουν dα χαρτία μας (Μας ζήτησαν οι χωροφύλακες τα χαρτιά μας, να δούν τα χαρτιά μας ) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
γ. Ομόλογο Σίλ.
3. Βιβλίο Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. Συνών. κιτάπι
β. Η Αγία Γραφή Φάρασ. : Μα θέλ' να γ'νεί άdζεκο του γράφουνdι τα χαρτιά; (Μα θα γίνει όπως γράφουν οι Γραφές; ) Φάρασ. -Lag.
4. Στον πληθ., τραπουλόχαρτα και κατ' επέκτ. χαρτοπαίγνιο Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. : Έπιξι χαρτσ̑ά, όλα του ρώκιν ντα (Έπαιξε χαρτιά, όλα του τα έδωσε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παίνισκι παίισκει χαρτιά τσ̑αού σου καζίνο (Πήγαινε έπαιζε χαρτιά εδώ στο καζίνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίνουμ' σου τοκάν, παίζουμ' λίου χαρτί, περνά λίου σααγάτς (Πηγαίνουμε στον καφενέ, παίζουμε λίγο χαρτί, περνάει λίγο η ώρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Με πήγεν στο γαϊφέ και παίζ' χαρτιά; (Μήπως πήγε στο καφενείο να παίξει χαρτιά;) Αξ. -Κεσ. Ας έρτων ας ρίψω τα χαρτιά, γκιο̈́ζμπογιαdζι̂́ 'μαι (Ας έρθουν να ρίξω τα χαρτιά, είμαι μάντισσα) Ουλαγ. -Κεσ. Πβ. μίτια
5. Χάρτης Μισθ.