ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασαβαγγέλνα (ουσ. θηλ.) χασαβαγγέλνα [xasovaˈɉelna] Μαλακ. Από το αορ. θ. του ρ. χάνω και το ανδρωνυμικό ους. Βαγγέλαινα > Βαγγέλινα > Βαγγέλ'να. Πβ. ποντ. χασονούς.
Ως χαρακτηρισμός γυναίκας, που ξεχνάει εύκολα