χασαβαγγέλνα
(ουσ. θηλ.)
χασαβαγγέλνα
[xasovaˈɉelna]
Μαλακ.
Από το αορ. θ. του ρ. χάνω και το ανδρωνυμικό ους. Βαγγέλαινα > Βαγγέλινα > Βαγγέλ'να. Πβ. ποντ. χασονούς.
Ως χαρακτηρισμός γυναίκας, που ξεχνάει εύκολα