χαρτζού
(επίρρ.)
χαρτσ̑ού
[xarˈtʃu]
Φάρασ.
χαρτζ̑ού
[xarˈdʒu]
Φάρασ.
χαρσ̑ούς
[xarˈʃus]
Σινασσ.
Πιθ. από το παλαιότ. τουρκ. επίθ. harcı = συνήθης, καθημερινός.
Πότε-πότε, ενίοτε
ό.π.τ.
:
Χαρτσ̑ού 'α ζητάς χώρας τα σπίτε, τσ̑αι χαρτσ̑ού πάλι, σαμ πεινάς, 'α τρως
(Πότε θα ζητιανεύεις στα ξένα σπίτια, και πότε, πάλι, όταν πεινάς θα τρως)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Χαρτζού χαρτζού, 'ς ερχούτουν ιράστα, κρούνgεν τζ̑αι γαρνά για σ̑οιρίδα̈
(Πότε πότε, αν το έφερνε η τύχη, χτύπαγε και ελάφια ή αγριογούρουνα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το κορίdζ̑ι χαρτζού χαρτζού μο του τατό τ'ς το βασιτί φτένκε τεκλίφι σο βασιλό
(Το κορίτσι πότε πότε με το ενδιάμεσο του πατέρα της έκανε προτάσεις στον βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.Boy