ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρτζού (επίρρ.) χαρτσ̑ού [xarˈtʃu] Φάρασ. χαρτζ̑ού [xarˈdʒu] Φάρασ. χαρσ̑ούς [xarˈʃus] Σινασσ. Πιθ. από το παλαιότ. τουρκ. επίθ. harcı = συνήθης, καθημερινός.
Πότε-πότε, ενίοτε ό.π.τ. : Χαρτσ̑ού 'α ζητάς χώρας τα σπίτε, τσ̑αι χαρτσ̑ού πάλι, σαμ πεινάς, 'α τρως (Πότε θα ζητιανεύεις στα ξένα σπίτια, και πότε, πάλι, όταν πεινάς θα τρως) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Χαρτζού χαρτζού, 'ς ερχούτουν ιράστα, κρούνgεν τζ̑αι γαρνά για σ̑οιρίδα̈ (Πότε πότε, αν το έφερνε η τύχη, χτύπαγε και ελάφια ή αγριογούρουνα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Το κορίdζ̑ι χαρτζού χαρτζού μο του τατό τ'ς το βασιτί φτένκε τεκλίφι σο βασιλό (Το κορίτσι πότε πότε με το ενδιάμεσο του πατέρα της έκανε προτάσεις στον βασιλιά) Φάρασ. -Dawk.Boy