χασές
(ουσ. αρσ.)
χασές
[xa ’ses]
Φάρασ.
χασα̈́ς
[xa’sæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. hasse/hasa (< αραβ. ḫāṣṣa) = τσίτι, είδος βαμβακερού υφάσματος.
Χασές, είδος βαμβακερού υφάσματος
ό.π.τ.